- αλητεύω
- -εψα, ζω ως αλήτης: Αλήτευε και δεν ήθελε να δουλέψει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλητεύω — wander pres subj act 1st sg ἀλητεύω wander pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλητεύω — αλητεύω, αλήτεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] … Dictionary of Greek
ἀλητεύῃ — ἀλητεύω wander pres subj mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres ind mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητευόντων — ἀλητεύω wander pres part act masc/neut gen pl ἀλητεύω wander pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεῦον — ἀλητεύω wander pres part act masc voc sg ἀλητεύω wander pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύει — ἀλητεύω wander pres ind mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύεσκον — ἀλητεύω wander imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλητεύω wander imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύοντα — ἀλητεύω wander pres part act neut nom/voc/acc pl ἀλητεύω wander pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύοντι — ἀλητεύω wander pres part act masc/neut dat sg ἀλητεύω wander pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)